φιλόκενος

φιλόκενος
-ον, Α
αυτός που έχει την τάση να χρησιμοποιεί λέξεις χωρίς νόημα («φιλόκενον στόμα», λεξ. Σούδα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + κενός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φιλόκενον — φιλόκενος loving emptiness masc/fem acc sg φιλόκενος loving emptiness neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κενός — ή, ό (ΑΜ κενός, ή, όν, Α αιολ., ιων. και ποιητ. τ. κεινός, επικ. τ. κενεός και αιολ. τ. κέννος) 1. αυτός που δεν περιέχει κάτι, άδειος, κούφιος 2. μτφ. μάταιος, άσκοπος, ανώφελος, ανεκπλήρωτος, αστήρικτος (α. «κενά λόγια», β. «κενές υποσχέσεις»)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”